- φιλάγρυπνος
- φῐλάγρυπνος, ον,A wakeful,
λύχνος AP5
196 ([place name] Mel);παννυχίδες APl.4.309
;πόθος AP5.165
(Mel.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λύχνος AP5
196 ([place name] Mel);παννυχίδες APl.4.309
;πόθος AP5.165
(Mel.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλάγρυπνος — wakeful masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλάγρυπνος — η, ο / φιλάγρυπνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που τού αρέσει να αγρυπνεί, που δεν τού αρέσει ο πολύς ύπνος νεοελλ. 1. αυτός που τού αρέσει να βρίσκεται σε εγρήγορση, προσεκτικός 2. αυτός που κάνει κάποιον να αγρυπνεί («φιλάγρυπνος ἐμοὶ πόθος Ἡλιοδώρας»,… … Dictionary of Greek
φιλαγρύπνως — φιλάγρυπνος wakeful adverbial φιλάγρυπνος wakeful masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλάγρυπνον — φιλάγρυπνος wakeful masc/fem acc sg φιλάγρυπνος wakeful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαγρύπνοιο — φιλάγρυπνος wakeful masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαγρύπνοισι — φιλάγρυπνος wakeful masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαγρύπνους — φιλάγρυπνος wakeful masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαγρύπνων — φιλάγρυπνος wakeful masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαγρύπνῳ — φιλάγρυπνος wakeful masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλάγρυπνε — φιλάγρυπνος wakeful masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλάγρυπνοι — φιλάγρυπνος wakeful masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)